-
1 добраться
-берусь, -бершься, παρλθ. χρ. -брался, -лась, -лось к. -лось ρ.σ.1. φτάνω, κατορθώνω να φτάσω, φτάνω με δυσκολία•-до дома κατορθώνω νά φτάσω ως το σπίτι•
мы не могли добраться до вершины горы δεν μπορέσαμε ν' ανεβούμε ως την κορυφή του βουνού•
наконец -лись до истины (μτφ.) επιτέλους φτάσαμε ως την αλήθεια•
2. (απλ.) λογαριάζομαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς•погоди, я доберусь до тебя περίμενε, θα λογαριαστούμε.